ξαναχύνω

ξαναχύνω
(Μ ξαναχύνω)
1. χύνω ξανά
2. ξαναφτειάχνω, ξανακατασκευάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαναχύνω — και ξαναχύνω (Α ἐπαναχύνω) ξαναχύνω πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • μεταχαλκεύω — (ΑΜ) επεξεργάζομαι τον χαλκό και τού δίνω νέο σχήμα, μετασχηματίζω, ξαναχύνω τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»] …   Dictionary of Greek

  • μεταχύνω — και μεταχύνω χύνω εκ νέου, ξαναχύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”